- αιμασιά
- η (Α αἱμασιά)1. τοίχος, φράχτης από πέτρες και χώμα, ξερολιθιά2. γεν. τείχισμα, περίβολος, φράχτης, μάντρααρχ.1. τα τείχη πόλης ή κάστρου2. το εσωτερικό περιμαντρωμένου χώρου.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Πιθ. να συνδέεται με το λατ. saepes(και sepes «φράγμα, φραγμός, περίβολος», οπότε θα ανάγεται σε αρχ. ρίζα *saip-mo- «ξύλινο περίφραγμα, φράχτης» (ήτοι *saep-m- > *saem-m, με αφομοίωση > *saem- με απλοποίησηπρβλ. αἱπ-μὸς > αἱμὸς «δρυμός», Ησύχ.). Κατ’ άλλους, η λέξη ανάγεται σε αρχ. τύπο *saimen-, που μαρτυρείται στο σανσκρ. sima «σειρά, χώρισμα», σαξον. simo «δεσμός, σκοινί, χορδή», πιθ. και στα ελλην. ἱ-μον-ιά «σκοινί πηγαδιού», ἱ-μαν-τ(ς) (> ἱμάς «ιμάντας, λουρί»)σε τέτοια περίπτωση, το αἱμασιά θα ερμηνευθεί από αρχ. τύπο *sai-mn > (*αἱμα, τ. ουδετ. ονόμ. που θα δώσει ως παράγωγο* αἱματ-ιὰ > αἱμασιά. Ως προς τη σημ. τής λ., πρόκειται προφανώς για λ. τού αγροτικού βίου, που ξεκινάει με τη γενική σημ. τού «φράχτη», φτιαγμένου από (ξερές) πέτρες («ξερολιθιά») και που συχνά περιγράφεται από τους σχολιαστές ως «φράχτης από αγκάθια», γεγονός που οδήγησε και στην παρετυμολογική σύνδεσή του με το ρ. αἱμάσσω. Τέλος, από τη σημ. «τού περιβάλλοντος τοίχου, τής μάντρας», εξελίχθηκε, όπως μαρτυρούν τα επιγραφικά κείμενα, στη σημ. τού «περιβαλλόμενου με τοίχο χώρου, τού εσωτερικού ενός περιμαντρωμένου χώρου».ΠΑΡ. αρχ. αἱμασιώδης.ΣΥΝΘ. αἱμασιολογῶ].
Dictionary of Greek. 2013.